ψυχογόνος

ψυχογόνος
-ον, Α
αυτός που γεννά ψυχή («ἡ γὰρ δεκάς ἐστι ψυχογόνος», Ερμ. Τρισμ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + -γόνος (< γόνος < γίγνομαι), πρβλ. ζωο-γόνος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ψυχή — I Λεπιδόπτερο έντομο της οικογένειας των ψυχιδών. Το γένος αυτό αριθμεί πολλά είδη, που ζουν κυρίως στην Ευρώπη. Το χαρακτηριστικότερο γνώρισμα των ψ. είναι ο γεννητικός του διμορφισμός. Τα αρσενικά έχουν φτερά και χνουδωτό σώμα και πετούν συχνά… …   Dictionary of Greek

  • ψυχογονία — ἡ, Α [ψυχογόνος] η γέννηση ψυχών («οὓς καὶ Πλάτων ἀριθμοὺς ἔλαβεν ἐν ψυχογονίᾳ», Πλούτ.) …   Dictionary of Greek

  • ψυχογονικός — ή, όν, Α [ψυχογόνος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ψυχογονία …   Dictionary of Greek

  • ψυχοτόκος — ον, Μ ψυχογόνος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + τόκος (< τόκος < τίκτω), πρβλ. τερατο τόκος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”